-
1 προχωρώ
προχωρέωgo: pres subj act 1st sg (attic epic doric)προχωρέωgo: pres ind act 1st sg (attic epic doric)προχωρέωgo: pres subj act 1st sg (attic epic doric)προχωρέωgo: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 προχωρῶ
προχωρέωgo: pres subj act 1st sg (attic epic doric)προχωρέωgo: pres ind act 1st sg (attic epic doric)προχωρέωgo: pres subj act 1st sg (attic epic doric)προχωρέωgo: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 προχωρώ
(ε) αμετ.1) продвигаться, идти вперёд; пробираться; 2) перен. развиваться, прогрессировать (о болезни и т. п.); заходить далеко (о чём-л. плохом); η ασθένεια προχώρησε πολύ болезнь зашла далеко;προχωρει ο πυρετός — температура повышается;
3) приступать;προχωρώ στην εκτέλεση — приступать к выполнению;
4) преуспевать; делать успехи -
4 προχωρώ
[прохоро] р. двигаться вперёд, продвигаться, преуспевать, делать успехи,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προχωρώ
-
5 προχωρώ
[прохоро] ρ двигаться вперёд, продвигаться, преуспевать, делать успехи. -
6 προχωρώ
1) aller2) avancer3) prolonger -
7 προχωρώ
1) awansować czas.2) posuwać czas.3) wysuwać czas. -
8 προχωρώ
1) navrhovat2) pokračovat3) pokročit4) postoupit5) postupovat6) povýšit7) předložit8) půjčit9) uspíšit -
9 προχωρώ
1) advance2) proceedΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προχωρώ
-
10 pokročit
προχωρώ -
11 postoupit
προχωρώ -
12 postupovat
προχωρώ -
13 povýšit
προχωρώ -
14 awansować
προχωρώ -
15 wysuwać
προχωρώ -
16 продвинуться
προχωρώ; προάγομαι ( по службе) -
17 прогрессировать
прогрессировать 1) προοδεύω, προκόβω 2) (о болезни) προχωρώ, οξύνομαι* * *1) προοδεύω, προκόβω2) ( о болезни) προχωρώ, οξύνομαι -
18 продвигаться
продвигать||ся1. προχωρώ, προωθούμαι/ воен. προελαύνω:\продвигатьсяся с боями προελαύνω μέ μάχες· \продвигатьсяся ощупью προχωρώ ψηλαφητά·2. (по службе) προάγομαι, προβιβάζομαι. -
19 шаг
-а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. -и α.1. το βήμα•короткий шаг βραχύ βήμα•
длинный шаг μακρύ βήμα.
|| πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).2. το βάδισμα•замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•
ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.
(στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•
рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•
важный шаг σοβαρό βήμα.
4. (τεχ.) διάστημα•шаг винта το βήμα του κοχλία•
шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•
длина -а το μήκος του βήματος.
εκφρ.первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•-у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•-у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις. -
20 подавать
δίνω, δίδω, προσδίδω, παρέχω, προσφέρω, τροφοδοτώ- вперёд - προωθώ, προχωρώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подавать
См. также в других словарях:
προχωρώ — προχωρώ, προχώρησα, προχωρημένος βλ. πίν. 73 και πρβλ. προχωράω Σημειώσεις: προχωράω – προχωρώ : η κλίση κατά το θεωρώ εμφανίζεται κυρίως σε επίσημο ύφος λόγου. Η μτχ. προχωρημένος απαντάται ως επίθετο, με τις έννοιες αυτός που βρίσκεται προς το… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προχωρώ — προχωρῶ, έω, ΝΜΑ 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ. γ. «πρὸς ἐμὴν χεῑρα προχωρῶν», Σοφ.) 2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῡ… … Dictionary of Greek
προχωρώ — προχώρησα, προχωρημένος 1. βαδίζω, πορεύομαι: Προχωρούσαμε δύσκολα μέσα στους βαλτότοπους. 2. μτφ., αυξαίνω, μεγαλώνω σε έκταση ή ένταση ή χρόνο: Άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας. – Προχωρεί η πυρκαγιά. 3. προοδεύω, προκόβω: Προχωρεί στις σπουδές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προχωρῶ — προχωρέω go pres subj act 1st sg (attic epic doric) προχωρέω go pres ind act 1st sg (attic epic doric) προχωρέω go pres subj act 1st sg (attic epic doric) προχωρέω go pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεβολιάζω — προχωρώ στον ανήφορο, ανεβαίνω η πράξη: ανεβόλιασμα … Dictionary of Greek
προελαύνω — ΝΜΑ [ἐλαύνω] (για στρατιωτικό τμήμα) προχωρώ γρήγορα προς τα εμπρός μσν. αρχ. προχωρώ έφιππος ή με άρμα γρήγορα προς τα εμπρός αρχ. 1. προχωρώ έφιππος μπροστά από κάποιον άλλο 2. παθ. προελαύνομαι (για χρόνο) προχωρώ, περνώ («ὡς δὲ πρόσω τῆς… … Dictionary of Greek
ευθυπορώ — (ΑΜ εὐθυπορῶ, έω) [ευθύπορος] πορεύομαι σε ευθεία γραμμή, προχωρώ ίσια στον δρόμο («ἀπεῑργον εὐθυπορεῑν πρὸς τὴν σύμμαχον Κατάνην», Διόδ.) αρχ. μσν. 1. ζω ενάρετη ζωή αρχ. (για τη λειτουργία τής θρέψης) προχωρώ ομαλά, φυσιολογικά («εὐθυπορούσης… … Dictionary of Greek
πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… … Dictionary of Greek
παραβαίνω — ΝΜΑ, παρβαίνω Α αθετώ, παραβιάζω, αναιρώ (α. «παραβαίνω τον όρκο» β. «θεοῡ δε νόμον οὐ παραβαίνομεν», Ευρ.) αρχ. 1. (για πολεμιστές που μάχονταν από άρματα) πορεύομαι παραπλεύρως κάποιου, στέκομαι δίπλα του («παρεβεβήκεε δὲ οἱ ἡνίοχος τῷ οὔνομα… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
προχωράω — / προχωρώ, προχώρησα, προχωρημένος βλ. πίν. 58 και πρβλ. προχωρώ Σημειώσεις: προχωράω – προχωρώ : η κλίση κατά το θεωρώ εμφανίζεται κυρίως σε επίσημο ύφος λόγου. Η μτχ. προχωρημένος απαντάται ως επίθετο, με τις έννοιες αυτός που βρίσκεται προς το … Τα ρήματα της νέας ελληνικής